Shared Flashcard Set

Details

Newgreek
German -> Newgreek
148
Language - Other
1st Grade
01/02/2011

Additional Language - Other Flashcards

 


 

Cards

Term

das Getränk

die Getränke

Definition

το ποτό

τα ποτά

Term

die Erfrischung

die Erfrischungen

Definition

το αναψυκτικό

τα αναψυκτικά

Term
Mineralwasser
Definition

η σόδα

οι σόδες

Term
ohne Zucker
Definition
σκέτος, -η, -ο
Term
Hackfleischbällchen
Definition

η κεφτέδα

οι κεφτέδες

Term

Olive

Oliven

Definition

η ελιά

οι ελιές

Term
Klößchen aus Reis und Hackfleisch
Definition
τα γιουβαρλάκια
Term
Ei-Zitronensuppe
Definition
το αυγολέμονο
Term
Seezunge
Definition

η γλώσσα

οι γλόσσες

Term
Leberstückchen
Definition

το συκωτάκι

τα συκωτάκια

Term
gefülltes Gemüse
Definition
τα γεμιστά
Term
gefüllte Weinblätter
Definition

ο ντολμάς

οι ντολμάδες

Term
Hartkäse
Definition

η γραβιέρα

οι γραβιέρες

Term
Chalwa (süße Nachspeise)
Definition

ο χαλβάς

οι χαλβάδες

Term
Baklawa (süße Nachspeise)
Definition

ο μπακλαβάς

οι μπακλαβάδες

Term
Kamm
Definition

η χτένα

οι χτένες

Term
Kugelschreiber
Definition
το στυλό -
Term

Rest,

Wechselgeld

Definition
τα ρέστα
Term
Seife
Definition

το σαπούνι

τα σαπούνια

Term
Sonnencreme
Definition

η κρέμα ηλίου

οι κρέμες ηλίου

Term
Batterie
Definition

η μπαταρία

οι μπαταρίες

Term
Band
Definition

η κορδέλα

οι κορδέλες

Term
Ball
Definition

η μπάλα

οι μπάλες

Term
Kleingeld
Definition

τα κέρματα

τα ψιλά

Term
Busbahnhof
Definition
ο σταθμός λεωφορείων
Term
noch einmal
Definition
άλλη μία φορά
Term
Eisenbahn (Bahnhof)
Definition

ο σιδηρόδρομος

οι σιδηρόδρομοι

Term
Friseur
Definition

ο κουρέας

οι κουρείς

Term
Kleinhändler
Definition

ο μικροπωλητής

οι μικροπωλητές

Term
ach, was sagst du denn
Definition
μα, τι λες
Term
byzantinisch
Definition
βυζαντινός, -ή, -ό
Term
Erste-Hilfe-Station
Definition
το νοσοκομείο πρώτων βοηθειών
Term
Schwedisch
Definition
τα σουηδικά
Term

Schwedin

Schwedinen

Definition

η Σουηδέζα

οι Σουηδέζες

Term
eine Knoblauchknolle
Definition
ένα κεφάλι σκόρδα
Term
machen Sie die Rechnung
Definition
κάντε το λογαριασμό
Term
nehmen Sie selbst
Definition
πάρτε μόνος σας
Term

Geldschein

Geldscheine

Definition

το χαρτονόμισμα

τα χαρτονομίσματα

Term

Artischocke

Artischocken

Definition

η αγκινάρα

οι αγκινάρες

Term

Kirsche

Kirschen

Definition

το κεράσι

τα κεράσια

Term
Waschmittel
Definition

η σκόνη πλυσίματος

οι σκόνες πλυσίματος

Term

Erdnuss

Erdnüsse

Definition

το φιστίκι

τα φιστίκια

Term
Toilettenpapier
Definition

το χαρτί υγείας

τα χαρτιά υγείας

Term
Hackfleisch
Definition

ο κιμά

οι κιμάδες

Term
Gramm
Definition

το γραμμάριο

τα γραμμάρια

Term

Stück

Stücke

Definition

το κομμάτι

τα κομμάτια

Term

Olivenbaum

Olivenbäume

Definition

η ελιά

οι ελιές

Term

Weinberg

Weinberge

Definition

το αμπέλι

τα αμπέλια

Term

Obstgarten

Obstgärten

Definition

το περιβόλι

τα περιβόλια

Term

Olivenhain

Olivenhaine

Definition

ο ελαιώνας

οι ελαιώνες

Term

Sicherheit

Sicherheiten

Definition

η συγουριά

οι συγουριές

Term

Kapelle

Kapellen

Definition

το εκκλησάκι

τα εκκλησάκια

Term

kleiner Weg

kleine Wege

Definition

το μονοπάτι

τα μονοπάτια

Term

Tabakfabrik

Tabakfabriken

Definition

η καπνοβιομηχανία

οι καπνοβιομηχανίες

Term
Baumwollanbau
Definition

η καλλιέργεια βαμβακιού

οι καλλιέργειες βαμβακιού

Term

Traubenverpackungsfabrik

Traubenverpackungsfabriken

Definition

η σταφυλοβιομηχανία

οι σταφυλοβιομηχανίες

Term

Ölraffinerie

Ölraffinerien

Definition

το διυλιστήριο πετρελαίου

τα διυλιστήρια πετρελαίου

Term
bergig
Definition
ορεινός, -ή, -ό
Term
Agrarprodukte
Definition
τα γεωργικά προϊόντα
Term
Industrie
Definition

η βιομηχανία

οι βιομηχανίες

Term
hauptsächlich
Definition
κυρίως
Term

Beispiel

Beispiele

 

Definition

το παράδειγμα

τα παραδείγματα

Term
Eingliederung
Definition
η ένταξη
Term
Bevölkerung
Definition
ο πληθυσμός
Term

Million

Millionen

Definition

το εκατομμύριο

τα εκατομμύρια

Term
Landwirtschaft
Definition
η γεωργία
Term

Mitgliedsstaat

Mitgliedsstaaten

Definition

το κράτος μέλος

τα κράτη μέλη

Term
Hektar
Definition

το εκτάριο

τα εκτάρια

Term
die Erde
Definition
η γη
Term
im Durchschnitt
Definition
ο μέσος όρος
Term

ökonomisch

wirtschaftlich

Definition
οικονομικός, -ή, -ό
Term
ökologisch
Definition
οικολογικός, -ή, -ό
Term
gesellschaftlich
Definition
κοινωνικός, -ή, -ό
Term

Ergebnis

Ergebnisse

Definition

η συνέπεια

οι συνέπειες

Term
Inland
Definition
το εσοτερικό
Term
Ausland
Definition
το εξοτερικό
Term

Staat

Staaten

Definition

το κράτος

τα κράτη

Term

Briefmarke

Briefmarken

Definition

το γραμματόσημο

τα γραμματόσημα

Term
eine Briefmarke zu siebzehn Cent
Definition
ένα γραμματόσημα των δεκαεπτά λεπτά
Term

Briefkasten

Briefkästen

Definition

το γραμματοκιβώτιο

τα γραμματοκιβώτια

Term
Russland
Definition
η Ρωσία
Term
Rumänien
Definition
η Ρουμανία
Term
Schweden
Definition
η Σουηδία
Term
Portugal
Definition
η Πορτογαλλία
Term
Glocke
Definition
η καμπάνα
Term

abnehmen

dünn werden

dünn machen

Definition
αδυνατίζω
Term

faul

Faulpelz

Definition
τεμπέλης, -α, -ικο
Term

nörgelnd

Nörgler

Definition
γκρινιάρης, -α, -ικο
Term

nörgeln

meckern

Definition
γκρινιάζω
Term
Blätterteiggebäck
Definition
η μπουγάτσα
Term
Bauernhof
Definition
η φάρμα
Term
Punkt
Definition

ο πόντος

η τελεία

Term
Quadratmeter
Definition

τετραγονικά μετρό

τετραγονικά μετρά

Term
Schlafzimmer
Definition

το υπνοδωμάτιο

η κρεβατοκάμερα

Term

Gerät

Gartengerät

Definition

το μηχάνιμα

το μηχάνιμα κήπου

Term
jem. ähnlich sein
Definition
μοιάζω με
Term
Maschine (Motorrad)
Definition
η μηχανή
Term

Lärm

Gezänk

Definition
η φασαρία
Term

Schwimmreifen

Rettungsring

Definition
το σωσίβιο
Term

retten

sichern

Definition
σώζω
Term
manchmal
Definition
πότε πότε
Term
jagen
Definition
κυνηγάω
Term
Ziege
Definition

το κατσίκι

η κατσίκα

Term
Schublade
Definition
το συρτάρι
Term
Schaf
Definition
το πρόβατο
Term
klettern
Definition
σκαρφαλώνω
Term
in der Mitte
Definition
στη μέση
Term
untereinander
Definition
μεταξύ μας / σας / τους
Term
versuchen
Definition
προσπαθώ
Term
Luftfeuchtigkeit
Definition
η υγρασία
Term
das Alter
Definition
τα γεράματα
Term
Die Schwiegermutter
Definition
η πεθερά
Term
im Fall, dass
Definition

αν

εάν

Term
wenn (bei Sicherheit)
Definition
όταν
Term
es dauert drei Stunden
Definition
θέλει τρείς όρες
Term
für mich, ....
Definition
για εμένα, εσένα, αυτήν
Term
Text
Definition
το κείμενο
Term
Bauernhof
Definition
η φάρμα
Term
Schlafzimmer
Definition

το υπνοδωμάτιο

η κρεβατοκάμερα

Term

Gerät

Gartengerät

Definition
το μηχάνιμα το μηχάνιμα κήπου
Term
jem. ähnlich sein
Definition
μοιάζω με
Term
Maschine
(Motorrad)
Definition
η μηχανή
Term

Schwimmreifen

Rettungsring

Definition
το σωσίβιο
Term

retten

sichern

Definition
σώζω
Term
manchmal
Definition
πότε πότε
Term
jagen
Definition
κυνηγάω
Term
Ziege
Definition
το κατσίκι
η κατσίκα
Term
Schublade
Definition
το συρτάρι
Term
Schaf
Definition
το πρόβατο
Term
klettern
Definition
σκαρφαλώνω
Term
in der Mitte
Definition
στη μέση
Term
untereinander
Definition
μεταξύ μας / σας / τους
Term
versuchen
Definition
προσπαθώ
Term

zweifeln

zweifelsohne

Definition

αμφιβάλλω

χωρίς αμφιβολία

Term
Schaden
Definition
η βλάβη
Term

Dummkopf

Narr

Idiot

Definition
ο βλάκας
Term
Elektriker
Definition
ο ηλεκτρολόγος
Term
schätzen
Definition
υπολογίζω
Term
gefährlich
Definition
επικίνδυνος, -η, -ο
Term
Wohnzimmer
Definition
το καθιστικό
Term

Gegend

Gebiet

Bezirk

Definition
η περιοχή
Term
wegen
Definition
λόγου + Grund im Genetiv
Term
Stress
Definition
το άγχος
Term

übermäßig viel (mit Geste)

Untergang

Schicksal

Verderben

Definition
χαμός
Term
Wixer
Definition
μαλάγας
Term
Unsinn machen
Definition
κάνω μπούρδες
Term

Anredeform

(wie: Jungs)

Definition
βρέ
Term

Idiot

(altgriechisch) Tabuwort!

Definition

μώρε

ρε

Supporting users have an ad free experience!