Shared Flashcard Set

Details

GREEK VOCABULARY
Unknown words I learn from newspaper articles
36
Language - Other
Not Applicable
12/04/2009

Additional Language - Other Flashcards

 


 

Cards

Term
υπόλογος
Definition
που είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για κάτι (accountable, answerable, liable, responsible)
Term
τερτίπι
Definition
κόλπο, τέχνασμα να ξεγελάσουμε (dodge, maneuver, ploy, ruse, PL gimmickry, politics, wiles)
Term
εύσημο-α
Definition
credit, kudos
Term
καταγίνομαι
Definition
ασχολούμαι με μια δραστηριότητα (Όλη την ημέρα καταγίνεται με τον κήπο του)
Term
επιδαψιλεύω
Definition
δίνω, προσφέρω σε κπ κτ καλό σε μεγάλη αφθνία (lavish)
Term
πρόσκαιρος-η-ο
Definition
που διαρκεί λίγο χρόνο, προσωρινός
Term
πυξίδα
Definition
compass
Term
ρεβεράντζα
Definition
curtsey, bow
Term
οικτρός-ή-ό
Definition
που προκαλεί τη λύπη ή/και τη συμπάθειά μας επειδή είναι πολύ κακός, πολύ άσχημος και γι'αυτό πολύ δυσάρεστος. (deplorable, miserable, pathetic, piteous)
Term
ήσσονος σημασίας
Definition
less than important "Τα υπόλοιπα (συμμάζεμα κ.τ.λ.), απαραίτητα μεν, αλλά ήσσονος σημασίας."
Term
αγυρτεία
Definition
ιδιότητα ιδίως συμπεριφορά του αγύρτη -υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων ικανοτήτων προσόντων που στην πραγματικότητα δεν έχει. (charlatanism)
Term
γόνιμος
Definition
που είναι ικανός να παράγει κάτι σε αφθονία- εύφορος - παραγωγικός 2) δημιουργικός, αποτελεσματικός, αποδοτικός
Term
συναπάντημα
Definition
τυχαία συνάντηση (encounter)
Term
καρκινοβατώ
Definition
οπισθοδρομώ ή προχωρώ με πολύ βραδύ ρυθμό ένα έργο που έχω αναλάβει, μια εργασία με την οποία καταγίνομαι (ΑΡΧ- περπατάω σαν τον κάβουρα)
Term
ευημερία
Definition
πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή (well being)
Term
παρακατιανός
Definition
που είναι κατώτερης αξίας, ποιότητας, θέσης (κοινωνικής, οικονομικής) low-grade, two-penny, third-rate, sub-standard, not worth a snap of the fingers. (Είναι θέμα αξιοπρέπειας για εκείνους να τελούν με αυτοσεβασμό τα προβλεπόμενα απ'την πίστη τους κι όχι σαν παρακατιανοί στις αποθήκες και τα κατώγια)
Term
παρλαπίπα-ες
Definition
rigmarole (1) an elaborate or complicated procedure 2) confused, incoherent, foolish, innocent talk) Ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών
Term
λοιδορώ
Definition
συμπεριφέρομαι σε κπ. κατά τρόπο άπρεπο, προσβλητικό, υβριστικό. Χλευάζω, κοροιδεύω, κακολογώ (taunt)
Term
παροξυσμός
Definition
απότομη και ιδιαίτερα έντονη εμφάνιση των συμπτωμάτων ενός παθολογικού ή συχνά νοσηρού φαινομένου (amok, frenzy, crisis, fit, spasm, paroxysm)
Term
ανέκαθεν
Definition
since the beginning
Term
εγχείρημα
Definition
ενέργεια με την οποία επιδιώκει κανείς ένα στόχο και η οποία απαιτεί κάποια μεγάλη ή μικρή τόλμη (enterprise, undertaking, venture)
Term
θαμώνας
Definition
αυτός που συχνάζει κάπου- πελάτης
Term
κατακρημνίζω
Definition
γκρεμίζω κπ ή κτ. (precipitate (v used with object)- 1) hasten the occurrence of, bring about prematurely, hastily, suddenly 2) cast down headlong fling hurl down 3) to cast plunge send violently or abruptly
Term
ενίοτε
Definition
μερικές φορές, καμιά φορά, πότε πότε
Term
νύξη
Definition
1) νυγμός 2) αναφορά σε κάτι που λέγεται ακροθιγώς (επιφανειακά, όχι σε βάθος) , όχι λεπτομεριακά ή με υπαινικτικό (κάτι που υπαινίσσεται get at connote hint imply insinuate) τρόπο. Στην ομιλία του έκανε απλώς νύξη του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε νύξη για τα δανεικά
Term
καθαιρώ
Definition
depose remove unmake αφαιρώ από κπ το αξίωμα ή το βαθρμό που κατέχει
Term
αμείλικτος
Definition
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διάθεσης για 1) επιείκεια 2) συνδιαλλαγή
Term
συνδιαλλαγή
Definition
συμβιβασμός και εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ ατόμων που είχαν έρθει σε διάσταση
Term
επιείκεια
Definition
μετριοπάθεια και ανεκτικότητα στην κρίση ή στην αξιολόγηση μιας πράξης, ενός ανθρώπου, ή στην τιμωρία ενός αδικήματος ΑΝΤ αυστηρότητα
Term
εύγλωττος
Definition
η ικανότητα κάποιου να μιλάει ωραία και συνεπώς πειστικά
Term
ευφράδεια
Definition
η ιδιότητα αυτού που έχει μεγάλη ευχέρεια στην προφορική διατύπωση των σκέψεών του, ευγλωττία
Term
προτρέπω
Definition
με τα κατάλληλα λόγια ή με τη συμπεριφορά μου ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει να τολμήσει
Term
δημαγωγία
Definition
πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να κερδίσει την συμπάθεια, την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης με απατηλά μέσα, με κολακείες, υποσχέσεις
Term
αλλεπάλληλοι-ες
Definition
που ακολουθούν ο ένας τον άλλον με μια συνεχή και κανονική ακολουθία, ροή
Term
ενστερνίζομαι
Definition
αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη μια ιδέα άποψη άλλου, πιστεύω βαθύτατα σ'αυτή (accept, adopt, embrace, espouse)
Term
οχαδερφισμός
Definition
συμπεριφορά, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, έλλειψη ενεργητικότητας, αποποίηση ευθήνων κτλ
Supporting users have an ad free experience!