Term
|
Definition
που είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για κάτι (accountable, answerable, liable, responsible) |
|
|
Term
|
Definition
κόλπο, τέχνασμα να ξεγελάσουμε (dodge, maneuver, ploy, ruse, PL gimmickry, politics, wiles) |
|
|
Term
|
Definition
|
|
Term
|
Definition
ασχολούμαι με μια δραστηριότητα (Όλη την ημέρα καταγίνεται με τον κήπο του) |
|
|
Term
|
Definition
δίνω, προσφέρω σε κπ κτ καλό σε μεγάλη αφθνία (lavish) |
|
|
Term
|
Definition
που διαρκεί λίγο χρόνο, προσωρινός |
|
|
Term
|
Definition
|
|
Term
|
Definition
|
|
Term
|
Definition
που προκαλεί τη λύπη ή/και τη συμπάθειά μας επειδή είναι πολύ κακός, πολύ άσχημος και γι'αυτό πολύ δυσάρεστος. (deplorable, miserable, pathetic, piteous) |
|
|
Term
|
Definition
less than important "Τα υπόλοιπα (συμμάζεμα κ.τ.λ.), απαραίτητα μεν, αλλά ήσσονος σημασίας." |
|
|
Term
|
Definition
ιδιότητα ιδίως συμπεριφορά του αγύρτη -υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων ικανοτήτων προσόντων που στην πραγματικότητα δεν έχει. (charlatanism) |
|
|
Term
|
Definition
που είναι ικανός να παράγει κάτι σε αφθονία- εύφορος - παραγωγικός 2) δημιουργικός, αποτελεσματικός, αποδοτικός |
|
|
Term
|
Definition
τυχαία συνάντηση (encounter) |
|
|
Term
|
Definition
οπισθοδρομώ ή προχωρώ με πολύ βραδύ ρυθμό ένα έργο που έχω αναλάβει, μια εργασία με την οποία καταγίνομαι (ΑΡΧ- περπατάω σαν τον κάβουρα) |
|
|
Term
|
Definition
πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή (well being) |
|
|
Term
|
Definition
που είναι κατώτερης αξίας, ποιότητας, θέσης (κοινωνικής, οικονομικής) low-grade, two-penny, third-rate, sub-standard, not worth a snap of the fingers. (Είναι θέμα αξιοπρέπειας για εκείνους να τελούν με αυτοσεβασμό τα προβλεπόμενα απ'την πίστη τους κι όχι σαν παρακατιανοί στις αποθήκες και τα κατώγια) |
|
|
Term
|
Definition
rigmarole (1) an elaborate or complicated procedure 2) confused, incoherent, foolish, innocent talk) Ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών |
|
|
Term
|
Definition
συμπεριφέρομαι σε κπ. κατά τρόπο άπρεπο, προσβλητικό, υβριστικό. Χλευάζω, κοροιδεύω, κακολογώ (taunt) |
|
|
Term
|
Definition
απότομη και ιδιαίτερα έντονη εμφάνιση των συμπτωμάτων ενός παθολογικού ή συχνά νοσηρού φαινομένου (amok, frenzy, crisis, fit, spasm, paroxysm) |
|
|
Term
|
Definition
|
|
Term
|
Definition
ενέργεια με την οποία επιδιώκει κανείς ένα στόχο και η οποία απαιτεί κάποια μεγάλη ή μικρή τόλμη (enterprise, undertaking, venture) |
|
|
Term
|
Definition
αυτός που συχνάζει κάπου- πελάτης |
|
|
Term
|
Definition
γκρεμίζω κπ ή κτ. (precipitate (v used with object)- 1) hasten the occurrence of, bring about prematurely, hastily, suddenly 2) cast down headlong fling hurl down 3) to cast plunge send violently or abruptly |
|
|
Term
|
Definition
μερικές φορές, καμιά φορά, πότε πότε |
|
|
Term
|
Definition
1) νυγμός 2) αναφορά σε κάτι που λέγεται ακροθιγώς (επιφανειακά, όχι σε βάθος) , όχι λεπτομεριακά ή με υπαινικτικό (κάτι που υπαινίσσεται get at connote hint imply insinuate) τρόπο. Στην ομιλία του έκανε απλώς νύξη του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε νύξη για τα δανεικά |
|
|
Term
|
Definition
depose remove unmake αφαιρώ από κπ το αξίωμα ή το βαθρμό που κατέχει |
|
|
Term
|
Definition
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διάθεσης για 1) επιείκεια 2) συνδιαλλαγή |
|
|
Term
|
Definition
συμβιβασμός και εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ ατόμων που είχαν έρθει σε διάσταση |
|
|
Term
|
Definition
μετριοπάθεια και ανεκτικότητα στην κρίση ή στην αξιολόγηση μιας πράξης, ενός ανθρώπου, ή στην τιμωρία ενός αδικήματος ΑΝΤ αυστηρότητα |
|
|
Term
|
Definition
η ικανότητα κάποιου να μιλάει ωραία και συνεπώς πειστικά |
|
|
Term
|
Definition
η ιδιότητα αυτού που έχει μεγάλη ευχέρεια στην προφορική διατύπωση των σκέψεών του, ευγλωττία |
|
|
Term
|
Definition
με τα κατάλληλα λόγια ή με τη συμπεριφορά μου ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει να τολμήσει |
|
|
Term
|
Definition
πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να κερδίσει την συμπάθεια, την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης με απατηλά μέσα, με κολακείες, υποσχέσεις |
|
|
Term
|
Definition
που ακολουθούν ο ένας τον άλλον με μια συνεχή και κανονική ακολουθία, ροή |
|
|
Term
|
Definition
αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη μια ιδέα άποψη άλλου, πιστεύω βαθύτατα σ'αυτή (accept, adopt, embrace, espouse) |
|
|
Term
|
Definition
συμπεριφορά, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, έλλειψη ενεργητικότητας, αποποίηση ευθήνων κτλ |
|
|