Shared Flashcard Set

Details

Athenaze Chapter 24 alone
Chapter 24 Vocabulary for Athenaze Ancient Greek Textbook
87
Classics
Undergraduate 1
10/15/2013

Additional Classics Flashcards

 


 

Cards

Term
διδάσκω
Definition

διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην


I teach (+ double accusative: someone something)

Term
ζάω
Definition

*ζάω, ζήσω / ζήσομαι


I live

Term
μελετάω
Definition

μελετάω


I study; I practice

Term
παιδεύω
Definition

παιδεύω, παιδεύσω, ἐπαίδευσα, πεπαίδευκα, πεπαίδευμαι, ἐπαιδεύθην


I educate

Term
φοιτάω
Definition

φοιτάω


I go; I visit

Term
γράμμα
Definition

γράμμα, γράμματος, τό


letter (of the alphabet); 

(plural) writing

Term
γραμματιστής
Definition

γραμματιστής, γραμματιστοῦ, ὁ


schoolmaster

Term
γυμναστική
Definition

γυμναστική, γυμναστικῆς, ἡ


gymnastics

Term
διδάσκαλος
Definition

διδάσκαλος, διδασκάλου, ὁ


teacher

Term
κιθαριστής
Definition

κιθαριστής, κιθαριστοῦ, ὁ


lyre player

Term
μουσική
Definition

μουσική, μουσικῆς, ἡ


music

Term
παίδευσις
Definition

παίδευσις, παιδεύσεως, ἡ


education

Term
σοφιστής
Definition

σοφιστής, σοφιστοῦ, ὁ


wise man; sophist

Term
τεκών
Definition

τεκών, τεκόντος, ὁ


parent

Term
υἱός
Definition

υἱός, υἱοῦ, ὁ


son

Term
ἄδικος
Definition

ἄδικος, ἄδικον


unjust

Term
αἰσχρός
Definition

αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν


shameful

Term
ἄσμενος
Definition

ἄσμενος, ἀσμένη, ἄσμενον


glad

Term
δίκαιος
Definition

δίκαιος, δικαία, δίκαιον


just

Term
σμικρός
Definition

σμικρός, σμικρά, σμικρόν


small

Term
ὅπως
Definition

ὅπως


(+ subjunctive) so that; in order to;

(+ future indic.) (to see to it) that

Term
καθ' ἡμέραν
Definition

καθ' ἡμέραν

 

every day

Term
περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι
Definition

περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι

 

I consider of great importance

Term
ἀγαθός
Definition

ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν


good

Term
ἀμείνων
Definition

ἀμείνων, ἄμεινον


better, stronger, braver, preferable, superior

Term
ἄριστος
Definition

ἄριστος, ἀρίστη, ἄριστον


best, strongest, bravest,

most preferable

Term
βελτίων
Definition

βελτίων, βέλτιον


better, more fitting, morally superior

Term
βέλτιστος
Definition

βέλτιστος, βελτίστη, βέλτιστον


best, most fitting, morally best

Term
κρείττων
Definition

κρείττων, κρεῖττον


better, stronger

Term
κράτιστος
Definition

κράτιστος, κρατίστη, κράτιστον


best, strongest

Term
κακός
Definition

κακός, κακή, κακόν


bad

Term
κακίων
Definition

κακίων, κάκιον


worse, morally inferior,

more cowardly

Term
κάκιστος
Definition

κάκιστος, κακίστη, κάκιστον


worst, morally worst, 

most cowardly

Term
χείρων
Definition

χείρων, χεῖρον


worse, 

inferior in strength, rank or quality

Term
χείριστος
Definition

χείριστος, χειρίστη, χείριστον


worst; 

worst in strength, rank or quality

Term
ἥττων
Definition

ἥττων, ἧττον


inferior; weaker; less

Term
ἐπιμελέομαι
Definition

ἐπιμελέομαι, ἐπιμελήσομαι, ἐπιμεμέλημαι, ἐπεμελήθην


(+ gen.) I take care for;

(+ future indic.) I take care (to see to it that)

Term
ἥδομαι
Definition

ἥδομαι, ἡσθήσομαι, ἥσθην


I am glad, delighted;

(+ participle or dative) I enjoy

Term
κιθαρίζω
Definition

κιθαρίζω, καθαριῶ, ἐκιθάρισα


I play the lyre

Term
ἁρμονία
Definition

ἁρμονία, ἁρμονίας, ἡ


harmony

Term
βιβλίον
Definition

βιβλίον, βιβλίου, τό


book

Term
διάνοια
Definition

διάνοια, διανοίας, ἡ


intention; intellect

Term
ἔπαινος
Definition

ἔπαινος, ἐπαίνου, ὁ


praise

Term
μαθητής
Definition

μαθητής, μαθητοῦ, ὁ


pupil

Term
πονηρία
Definition

πονηρία, πονηρίας, ἡ


fault; wickedness

Term
πρᾶξις
Definition

πρᾶξις, πράξεως, ἡ


deed

Term
σῶμα
Definition

σῶμα, σώματος, τό


body

Term
σωφροσύνη
Definition

σωφροσύνη, σωφροσύνης, ἡ


soundness of mind, prudence; moderation, self-control

Term
φωνή
Definition

φωνή, φωνῆς, ἡ


voice; speech

Term
ὄλβιος
Definition

ὄλβιος, ὀλβία, ὄλβιον


happy; blest; prosperous

Term
παλαιός
Definition

παλαιός, παλαιά, παλαιόν


old; of old

Term
χρήσιμος
Definition

χρήσιμος, χρησίμη, χρήσιμον


useful

Term
χρηστός
Definition

χρηστός, χρηστή, χρηστόν


useful; good

Term
ἐπί (+ genitive)
Definition

ἐπί (+ genitive)

 

toward, in the direction of; on

Term
πρός (+ dative)
Definition

πρός (+ dative)

 

at; near; by; in addition to

Term
αὖ
Definition

αὖ


again

Term
αἰσχρός
Definition

αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν


shameful

Term
αἰσχίων
Definition

αἰσχίων, αἴσχιον


more shameful

Term
αἴσχιστος
Definition

αἴσχιστος, αἰσχίστη, αἴσχιστον


most shameful

Term
ἐχθρός
Definition

ἐχθρός, ἐχθρά, ἐχθρόν


hateful; hostile

Term
ἐχθίων
Definition

ἐχθίων, ἔχθιον


more hateful; more hostile

Term
ἔχθιστος
Definition

ἔχθιστος, ἐχθίστη, ἔχθιστον


most hateful; most hostile

Term
ἡδύς
Definition

ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ


sweet; pleasant

Term
ἡδίων
Definition

ἡδίων, ἥδιον


sweeter; more pleasant

Term
ἥδιστος
Definition

ἥδιστος, ἡδίστη, ἥδιστον


sweetest; most pleasant

Term
καλός
Definition

καλός, καλή, καλόν


beautiful

Term
καλλίων
Definition

καλλίων, κάλλιον


more beautiful

Term
κάλλιστος
Definition

κάλλιστος, καλλίστη, κάλλιστον


most beautiful

Term
μέγας
Definition

μέγας, μεγάλη, μέγα


big

Term
μείζων
Definition

μείζων, μεῖζον


bigger

Term
μέγιστος
Definition

μέγιστος, μεγίστη, μέγιστον


biggest

Term
ὀλίγος
Definition

ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον


small; (plural) few

Term
ἐλάττων
Definition

ἐλάττων, ἔλαττον


smaller; (plural) fewer

Term
ὀλίγιστος
Definition

ὀλίγιστος, ὀλιγίστη, ὀλίγιστον


smallest; least

Term
ἐλάχιστος
Definition

ἐλάχιστος, ἐλαχίστη, ἐλάχιστον


smallest; least; (plural) fewest

Term
πολύς
Definition

πολύς, πολλή, πολύ


much; (plural) many

 

Term
πλείων
Definition

πλείων / πλέων, πλεῖον / πλέον


more, rather much

Term
πλεῖστος
Definition

πλεῖστος, πλείστη, πλεῖστον


most, very much;

(plural) most, very many

Term
ῥᾴδιος
Definition

ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον


easy

Term
ῥᾴων
Definition

ῥᾴων, ῥᾷον


easier

Term
ῥᾷστος
Definition

ῥᾷστος, ῥᾴστη, ῥᾷστον


easiest

Term
ταχύς
Definition

ταχύς, ταχεῖα, ταχύ


quick, swift

Term
θάττων
Definition

θάττων, θᾶττον


quicker, swifter

Term
τάχιστος
Definition

τάχιστος, ταχίστη, τάχιστον


quickest, swiftest

Term
φίλος
Definition

φίλος, φίλη, φίλον


dear

Term
φιλαίτερος
Definition

φιλαίτερος, φιλαιτέρα, φιλαίτερον


dearer

Term
φιλαίτατος
Definition

φιλαίτατος, φιλαίτατη, φιλαίτατον / 

φίλτατος, φιλτάτη, φίλτατον


dearest

Supporting users have an ad free experience!